- προθεράπευσις
- προθερᾰπ-ευσις, εως, ἡ, = foreg. 1, Donat.ad Ter.Adelph. 481.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προθεράπευσις — εύσεως, ἡ, Α [προθεραπεύω] (ρητ.) η προθεραπεία* … Dictionary of Greek